- μυκηναίος
- -α, -ο (ΑΜ μυκηναῑος, -αία, -ον, Α θηλ. και μυκηνίς, -ίδος, δωρ. τ. αρσ. ως ουσ. μυκανεύς, -έως) [Μυκήναι]1. αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από τις Μυκήνες, μυκηναϊκός («πρὸς ἀλκὴν... Μυκηνίδα», Ευρ.)2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Μυκηναίος και, δωρ. τ. ὁ Μυκανεύς, ἡ Μυκηναία και, αρχ., ἡ Μυκηνίςο κάτοικος τών Μυκηνών ή αυτός που κατάγεται από τις Μυκήνες.
Dictionary of Greek. 2013.